Springe direkt zu Inhalt

Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα

Αποζημιώσεις

Διαδήλωση για τις αποζημιώσεις στην Αθήνα, 5 Ιουνίου 2015

Διαδήλωση για τις αποζημιώσεις στην Αθήνα, 5 Ιουνίου 2015

Σημαντικό σκέλος της ηθικής αποκατάστασης των θυμάτων, εκτός από την αναγνώριση των δεινών που προκάλεσε η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, συνιστά και η καταβολή επανορθώσεων και αποζημιώσεων, καθώς και η απόδοση αφαιρεθέντων πολιτιστικών θησαυρών. Σύμφωνα με τον Αργύρη Σφουντούρη, επιζώντα της Σφαγής του Διστόμου,«το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων είναι ένας βαρυσήμαντος διεθνής ηθικός κανόνας που θα έχει ισχυρή επίδραση στο μέλλον της ανθρωπότητας. Νόημα των πολεμικών αποζημιώσεων ήταν και είναι εξαρχής να μπορέσουν να εμποδιστούν μακροπρόθεσμα και απόλυτα οι πολεμικές πρωτοβουλίες και ενέργειες των κρατών. Μόνο όταν θα σταματήσουν οι πόλεμοι να συμφέρουν θα μπορέσει να υπάρξει ειρήνη στη γη. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός της απαίτησης πολλών αποζημιώσεων, όπως ήδη εδώ και εκατό χρόνια καθορίζει το διεθνές δίκαιο».

Ι. Η Ελλάδα, μετά το τέλος του Β ́ Π. Π. πολέμου, αξίωνε και εξακολουθητικά απαιτεί την καταβολή επανορθώσεων και αποζημιώσεων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ). Οι σχετικές μεταπολεμικές υποχρεώσεις της Γερμανίας συνδέονται με τις ακόλουθες συμβάσεις και συνθήκες ως εξής:

1) Οι ελληνικές διεκδικήσεις στη Συνδιάσκεψη Επανορθώσεων (Παρίσι 1945) αφορούσαν τις υλικές καταστροφές που είχε υποστεί η χώρα. Βάσει των ζημιών που της αναγνωρίστηκαν (7,181 δισ. δολάρια) κατ’ εφαρμογή συγκεκριμένων -δικών τους- κριτηρίων, οι Σύμμαχοι κατακύρωσαν στην Ελλάδα συγκεκριμένα ποσοστά επί των δύο κατηγοριών επανορθώσεων που αποτελούσαν αντικείμενο της Συνδιάσκεψης.

2) Καθοριστικής σημασίας αποδείχθηκε η Συμφωνία του Λονδίνου (1953), που έθεσε ως προϋπόθεση για την καταβολή αποζημιώσεων την ύπαρξη ενοποιημένης Γερμανίας, η οποία θα αντιμετώπιζε από κοινού το ζήτημα. Οι Σύμμαχοι, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, έλαβαν την πολιτική απόφαση να ενδυναμώσουν τη θέση της Ο.Δ.Γ. αφήνοντας σε στασιμότητα το θέμα των επανορθώσεων. Το αγγλοαμερικανικό διευθυντήριο της διασυμμαχικής Συνδιάσκεψης στο Λονδίνο για τα χρέη της Γερμανίας κατέληξε το 1953 σε συνειδητά ασαφή διατύπωση: «η εξέτασις όλων των απαιτήσεων αίτινες πηγάζουσι εκ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, των χωρών αίτινες διετέλεσαν εις κατάστασιν πολέμου μετά της Γερμανίας ή έχουσι καταληφθή υπ'αυτής κατά την διάρκειαν του πολέμου τούτου και των υπηκόων των χωρών τούτων, εναντίον του Ράιχ [...] θέλει αναβληθή μέχρι του οριστικού διακανονισμού του προβλήματος των Επανορθώσεων»(Συμφωνία του Λονδίνου). Οι συντάκτες της σύμβασης στην ουσία ανέβαλαν επ’ αόριστον την καταβολή αποζημιώσεων στις χώρες της Ευρώπης επ' αόριστον. Η Βόννη εκμεταλλευόταν τον καρπό της συμπαιγνίας αυτής επί δεκαετίες. H συνειδητή παράλειψη του ακριβούς χρονικού προσδιορισμού διευκόλυνε την αυθαίρετη ερμηνεία των ενδιαφερόμενων. Κατά συνέπεια, οι εκπρόσωποι της Βόννης παρέπεμπαν με άνεση στη συμφωνία του Λονδίνου, οσάκις οι Έλληνες (ή άλλοι) εταίροι τολμούσαν να αναφερθούν σε οικονομικές εκκρεμότητες του πολέμου.

3) Με τη Συνθήκη της Μόσχας, γνωστή ως Συμφωνία 2+4 (1990), πραγματοποιήθηκε η επανένωση της Γερμανίας, και εξέλιπε ουσιαστικά ο λόγος αναβολής καταβολής των επανορθώσεων/αποζημιώσεων που προέβλεπε η Συμφωνία του Λονδίνου κατοχυρώνοντας την αξίωση οικονομικών αποζημιώσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία. Έκτοτε δίνεται η δυνατότητα σε χώρες και ιδιώτες να διεκδικήσουν τις παλαιές απαιτήσεις τους από τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

4)Στο πλαίσιο των διμερών συμφωνιών αποζημιώσεων θυμάτων του ναζισμού που συνήψε η Δυτική Γερμανία με δυτικοευρωπαϊκές χώρες εντάσσεται και η ελληνογερμανική Συμφωνία του 1960. Η Βόννη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην κυβέρνηση της Ελλάδας το ποσό των 115 εκατ. μάρκων υπέρ των δικαιούχων πολιτών, θυμάτων εθνικοσοσιαλιστικών διωγμών για λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας. Η εν λόγω Συμφωνία δεν κάλυπτε τις περιπτώσεις ατόμων που είχαν υποφέρει εξ αιτίας του πολέμου.

 

ΙΙ. Σήμερα η συζήτηση γίνεται στη βάση των ακόλουθων δεδομένων:

Σύμφωνα με την Ειδική Επιτροπή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ)

Α) οι ελληνικές απαιτήσεις έναντι της Γερμανίας οι οποίες συνδέονται με τον Α ́ Π.Π. και τον Β ́ Π.Π. αφορούν:

1) 7.811 εκ. δολάρια (1938) για ζημίες που υπέστησαν το ελληνικό κράτος και Έλληνες ιδιώτες. Συμπεριλαμβάνονται απαιτήσεις σχετικά με αποζημιώσεις Ελλήνων ομήρων που υποβλήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

2) 135,8 εκ. δολάρια (1947) για την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Γ ́ Ράιχ, συν τους τόκους, σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση του 1943.

3) 263 εκ. δολάρια (1972). Υπόλοιπο μη καταβληθεισών επανορθώσεων του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου.

Β) οι γερμανικές καταβολές περιλαμβάνουν:

1) Με βάση την αναλογική κατανομή των υποδομών της πολεμικής γερμανικής βιομηχανίας, στην Ελλάδα κατεβλήθη για πολεμικά χρέη το ποσό των 20 εκατ. δολαρίων (Διασυμμαχική Επιτροπή για τις Πολεμικές Αποζημιώσεις, Παρίσι 1946).

2) 115 εκατ. μάρκα (Συμφωνία 1960 με την Ελλάδα).

3) 4,8 εκατ. μάρκα για τις κατασχέσεις καπνών από τις αρχές κατοχής (1961).

ΙΙΙ. Ενδεικτικά παραθέτουμε σημαντικές ελληνικές ενέργειες διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, έναντι των οποίων η επιδίωξη της γερμανικής κυβέρνησης να αποφύγει την καταβολή επανορθώσεων και αποζημιώσεων είναι εμφανής.

Α) Με την αγωγή 258 κατοίκων του Διστόμου κατά του Γερμανικού Δημοσίου (1995) ζητήθηκε να αναγνωριστεί «η υποχρέωση του Γερμανικού Δημοσίου να καταβάλει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για τη ζημία και την ηθική βλάβη που οι ενάγοντες έχουν υποστεί από τις με πληρότητα περιγραφόμενες σε αυτή την αγωγή πράξεις των γερμανικών στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της πολεμικής από αυτά κατοχής της Ελλάδας». Σύμφωνα με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, το γερμανικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 23.279.193,69 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, δηλαδή από τις 27/11/1995. Η απόφαση είναι κεφαλαιώδους σημασίας, γιατί για πρώτη φορά ελληνικό δικαστήριο επιδικάζει ποσά αποζημίωσης και ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω διεκδικήσεις και για άλλα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας.

Ενδιαφέρον έχει η αντίδραση του γερμανικού κράτους όταν αντίγραφο της ένδικης αγωγής επιδόθηκε στο εναγόμενο γερμανικό Δημόσιο. Στις 14/2/1998 επεστράφη απάντηση από το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών με τον ισχυρισμό ότι δεν συμφωνεί με το διεθνές δίκαιο επειδή θίγονται τα κυριαρχικά δικαιώματα του γερμανικού κράτους. Το γερμανικό κράτος επικαλέστηκε την αρχή της ετεροδικίας, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται το δικαίωμαιδιωτών να εγείρουν αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων ενός κράτους κατά άλλου κράτους. Ωστόσο, το ελληνικό δικαστήριο αντιπαρήλθε την ετεροδικία διότι σύμφωνα με την απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, το δικαίωμα της ετεροδικίας δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για αδικήματα ή πράξεις που αποδοκιμάζονται από το διεθνές δίκαιο. Η αίτηση αναιρέσεως του γερμανικού Δημοσίου κατά της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς (1999) οδήγησε σταδιακά την εκδίκαση της υπόθεσης στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου. Με την απόφαση αυτή (11/2000), η οποία δέχθηκε ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης κατά του γερμανικού Δημοσίου, οι ενάγοντες – συγγενείς των θυμάτων και οι επιζήσαντες της Σφαγής του Διστόμου, επιχείρησαν αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων του γερμανικού Δημοσίου στην Ελλάδα, για την ικανοποίηση της απαίτησης που είχε επιδικασθεί. Εμπόδιο στην προσπάθεια αυτή στάθηκε το άρθρο 923 Κωδ. Πολ. Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται η άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Στις 20/12/2000 υποβλήθηκε αίτηση προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλο από τους κατοίκους του Διστόμου που είχαν κάνει αγωγή, όπου ζητούσαν «την απαιτούμενη άδεια για την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτων του γερμανικού Δημοσίου, προς εξασφάλιση της ως άνω απαιτήσεώς τους για την οποία εξεδόθη η προαναφερθείσα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς». Με την υπ’ αριθμό 4678/10/1/2001 πράξη, ο Υπουργός αρνήθηκε τη χορήγηση της σχετικής άδειας, με την αιτιολογία: «Δεν συμφωνούμε με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του γερμανικού Δημοσίου, διότι δεν του λείπει η περιουσιακή φερεγγυότητα».

Έτσι, επικαλούμενοι τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το 2004, οι ενάγοντες αιτήθηκαν ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων την κήρυξη της εκτελεστότητας των ελληνικών αποφάσεων ώστε να επιχειρηθούν στην Ιταλία πράξεις εκτέλεσης κατά της Γερμανίας. Το γεγονός ότι τα ιταλικά δικαστήρια (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ρώμης, Εφετείο Φλωρεντίας) διατύπωσαν την άποψη πως οι αποφάσεις μπορούν να εκτελεστούν και η εφαρμογή του προνομίου της ετεροδικίας υποχωρεί, οδήγησε τις δυο κυβερνήσεις – Ιταλίας και Γερμανίας – να συμφωνήσουν ότι του ζητήματος έπρεπε να επιληφθεί το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έλυσε μ ́ έναν αρκετά αμφιλεγόμενο τρόπο, την αντιπαράθεση μεταξύ παραβιάσεων των κανόνων επιτακτικού δικαίου που αφορούν διεθνή εγκλήματα και του προνομίου της ετεροδικίας. Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, οι επιτακτικοί κανόνες περί εγκλημάτων πολέμου που παραβίασε η Γερμανία είναι ένα ουσιαστικό φαινόμενο Δίκαιο, ενώ η ετεροδικία, δηλαδή το προνόμιο το οποίο επικαλέστηκε για να μην εκδικαστούν οι εις βάρος της αγωγές των θυμάτων, αποτελεί δικονομικό (διαδικαστικό) θεσμό. Κατά το Διεθνές Δικαστήριο, η αποδοχή της ετεροδικίας και η απόρριψη ως “απαραδέκτων” των αγωγών των θυμάτων, δεν προσβάλλουν τον ουσιαστικό κανόνα (jus cogens) και δεν επηρεάζουν την ουσία. Απλά παραπέμπει τη διαφορά σε ένα άλλο σύστημα επίλυσης, όπως η προσφυγή στη διπλωματική διαπραγμάτευση, τη διαιτησία ή τη διεθνή δικαιοδοτική δραστηριότητα». Είναι σαφές ότι η «Υπόθεση Δίστομο», παρά την πολύπλοκη και μακρόχρονη πορεία που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα, δεν έχει κλείσει δικαστικά.

Β) Την περίοδο που οι κάτοικοι του Διστόμου άσκησαν αγωγή κατά του Γερμανικού Δημοσίου στο Πρωτοδικείο Λιβαδειάς (1995 – 1997), ο Αργύρης Σφουντούρης και οι αδερφές του Χρυσούλα, Αστέρω και Κονδυλία Σφουντούρη διεκδίκησαν δικαστικά αποζημιώσεις από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ενώπιον της γερμανικής δικαιοσύνης (Πρωτοδικείο της Βόννης). Όταν η αγωγή απορρίφθηκε στράφηκαν διαδοχικά στο Εφετείο της Κολωνίας και στο Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο. Το 2003 το γερμανικό Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Καρλσρούης αναγνώρισε, για πρώτη φορά, ότι η Σφαγή του Διστόμου υπήρξε ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Απέρριψε την αίτηση για αποζημίωση υποστηρίζοντας πως αποζημίωση αυτού του είδους δεν δικαιούνται τα θύματα ενός τέτοιου εγκλήματος, αλλά μόνο η πατρίδα τους. Στη συνέχεια η οικογένεια Σφουντούρη προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Στρασβούργο). Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή για την καταβολή αποζημίωσης (Ιούλιος 2011) επικαλούμενο τις διεθνείς συμβάσεις και τονίζοντας ότι το 1944 δεν είχε συναφθεί καμία διμερής συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για το συγκεκριμένο θέμα.

Γ) Με ρηματική διακοίνωση που επιδόθηκε στις 4/6/2019, η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε τη γερμανική σε διαπραγματεύσεις για την έμπρακτη ικανοποίηση του συνόλου των αξιώσεων. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών επέδωσε διπλωματική διακοίνωση στον πρέσβη της Ελλάδας στο Βερολίνο, Θεόδωρο Δασκαρόλη, με την οποία απέρριψε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης.

Δ) Γνωμοδότηση της επιστημονικής υπηρεσίας της γερμανικής βουλής (WD 2 - 066/19 Griechische und deutsche Reparationsforderungen gegen Deutschland) θεωρεί την τοποθέτηση της γερμανικής κυβέρνησης υποστηρίξιμη από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου, όχι όμως και οπωσδήποτε ορθή. Στην ίδια γνωμοδότηση αναφέρεται ότι, με βάση το διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί βάσιμα πως τα ελληνικά αιτήματα που συνδέονται με τις επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο έχουν παραγραφεί. Η γνωμοδότηση εστιάζει επίσης στις κατά καιρούς ρηματικές διακοινώσεις των ελληνικών κυβερνήσεων οι οποίες καθιστούσαν σαφές ότι το ζήτημα των επανορθώσεων παραμένει ανοιχτό και ότι θα πρέπει να επιλυθεί.

Συμπερασματικά κρίνουμε ότι αποτελεί κυρίαρχο εθνικό ζήτημα η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. Η εξέταση ενός ζητήματος αιχμής σαν αυτό, η ηθική και νομική αξίωση για αποζημιώσεις / επανορθώσεις, αποσκοπεί στη δημιουργία γεφυρών αλληλοκατανόσης μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού λαού επιμένοντας αξιωματικά στη συσχέτιση ιστορικής αλήθειας και ιστορικής δικαιοσύνης με όρους παραδοχής – μετάνοιας – αποζημίωσης – συμφιλίωσης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικώνοφειλών (2016), Περίοδος ΙΖ ́- Σύνοδος Α, Προεδρία Νικολάου Βούτση.

Ζέτα Παπανδρέου, Τραυματική μνήμη και Δημόσια Ιστορία: Δίστομο 1944 – 2018,Ταξιδευτής, Αθήνα 2018.

Άρης Ραδιόπουλος (επιλογή – επιμέλεια – σχολιασμός), Ελληνική Δημοκρατία ΥπουργείοΕξωτερικών. Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα από τον Α ́ και Β ́Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από έγγραφα του Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, Νεφέλη, Αθήνα 2019.

Karl Heinz Roth, Γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις. Η Ελλάδα μπορεί. Εκδοτικός οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2016.

Hagen Fleischer: “Vergangenheitspolitik und Erinnerung: Die deutsche Okkupation Griechenlands im Gedächtnis beider Länder“, in: Die Okkupation Griechenlands im Zweiten Weltkrieg. Griechische und deutsche Erinnerungskultur, hrsg. von Chryssoula Kambas und Marilisa Mitsou, Köln-Wien-Weimar 2015

Hagen Fleischer, “Der lange Schatten des Krieges und die griechischen Kalenden der deutschen Diplomatie“, in:Hellas verstehen. Deutsch-griechischer Kulturtransfer im 20.Jahrhundert, hrsg. von Chryssoula Kambas und Marilisa Mitsou, Köln-Wien-Weimar 2010

Hagen Fleischer, Despina Konstantinakou, „Ad calendas graecas? Griechenland und die deutsche Wiedergutmachung“, in: Grenzen der Wiedergutmachung: die Entschädigung für NS-Verfolgte in West- und Osteuropa, hrsg. von Hockerts, Hans Günter, Moisel, Claudia, Winstel, Tobias, Göttingen 2006

Karl Heinz Roth /Hartmut Rübner, Reparationsschuld - Hypotheken der deutschen Besatzungsherrschaft in Griechenland und Europa, Berlin 2017

Karl Heinz Roth /Hartmut Rübner, Verdrängt – Vertagt – Zurückgewiesen. Die deutsche Reparationsschuld am Beispiel Polens und Griechenlands, Berlin 2019

Τελευταία ενημέρωση: 12.05.2021