Springe direkt zu Inhalt

Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα

Ολοκαύτωμα / Σοά

Της Μαρίας Βασιλικού

Το Ολοκαύτωμα ή Σοά, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον φυλετικό αντισημιτισμό της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, είναι ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός εξαιτίας του συστηματικού, προγραμματικού και βιομηχανοποιημένου τρόπου εξόντωσης έξι εκατομμυρίων Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς και τους συνεργάτες του την περίοδο 1941-1945, γνωστού ως «τελική λύση».  Όπως και για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι μαρτυρίες των Εβραίων επιζώντων στην Ελλάδα, που φωτίζουν τόσο το φαινόμενο του αντισημιτισμού όσο και τη Σοά,  είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια όσων ερευνητών επιθυμούν να φωτίσουν, να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν πτυχές της εβραϊκής γενοκτονίας αλλά και της εβραϊκής ιστορίας του ελληνικού χώρου γενικότερα.

Η αρχή του τέλους για την καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας από τους Γερμανούς ήταν η πτώση της Κρήτης στα τέλη Μαῒου 1941, που σφράγισε το τέλος ενός οκτάμηνου αγώνα του ελληνικού στρατού και σήμανε την απαρχή της γερμανικής κατοχής. Την ίδια στιγμή η γερμανική εισβολή συμβόλιζε μία ιστορική καμπή για τους 55.000 Εβραίους στη Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα για τους 45.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης – το κέντρο του ελληνικού Εβραϊσμού – αλλά και για τους 330 Εβραίους στην Κρήτη, που ευθύς εξαρχής συμπεριλήφθηκαν στη γερμανική ζώνη κατοχής. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας, κατέλαβαν οι Ιταλοί.  Η ιταλική κατοχή απέβη μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση τον Σεπτέμβριο του 1943 σωτήρια για περίπου 11.000 Εβραίους που ζούσαν στην ιταλική ζώνη, καθώς ο ιταλικός φασισμός δεν ήταν συνυφασμένος με τον εξολοθρευτικό αντισημιτισμό του ναζισμού. Οι Βούλγαροι, επίσημοι σύμμαχοι των Γερμανών ήδη από το Φεβρουάριο του 1941, κατέλαβαν την ανατολική Μακεδονία και τη δυτική Θράκη, όπου ζούσαν 4.500 Εβραίοι.[1]

Με εξαίρεση κάποια μεμονωμένα επεισόδια αντισημιτισμού και την  επέλαση του Ζοντερκομμάντο Ρόζενμπεργκ που λήστεψε κέντρα της εβραϊκής κοινοτικής ζωής στη γερμανική ζώνη κατοχής το 1941, οι Γερμανοί άφησαν μέχρι τον Ιούλιο του 1942 τον ελληνικό Εβραϊσμό σχετικά ανενόχλητο. Ωστόσο, στο μεσοδιάστημα αυτό, οι Ναζί είχαν προχωρήσει με τεράστια βήματα στην εφαρμογή της «τελικής λύσης»: πάνω από 2,5 εκατομμύρια Εβραίοι και Εβραίες είχαν δολοφονηθεί σε μαζικές εκτελέσεις στα κατεκτημένα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης ή στα νεοσύστατα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης στη γερμανοκρατούμενη Πολωνία. Οι αξιωματικοί των Ες Ες, επιφορτισμένοι με το έργο της δολοφονίας του ευρωπαϊκού Εβραϊσμού, είχαν πια την τεχνογνωσία, την εμπειρία και πάνω απ’ όλα την αποφασιστικότητα για να υλοποιήσουν την «τελική λύση» και στην Ελλάδα.

Η συγκέντρωση των Εβραίων ανδρών στην Πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη στις 11 Ιουλίου του 1942, που σφραγίστηκε από τον βασανισμό, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση των συγκεντρωμένων, άνοιξε τον δρόμο  για τον αφανισμό των Εβραίων στην περιοχή  που είχαν οι Γερμανοί υπό τον έλεγχό τους. Τον Δεκέμβριο του 1942 καταστρέφεται το πανάρχαιο εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης ενώ ο Αρχιραβίνος Τσβι Κόρετς διορίζεται επικεφαλής ενός επτακέφαλου εβραϊκού συμβουλίου. Η άφιξη στη Θεσσαλονίκη των αξιωματικών των Ες Ες Άλοις Μπρούνερ και Ντίτερ Βισλιτσένι – απεσταλμένοι του Άντολφ Άιχμαν, του «αρχιτέκτονα» της «τελικής λύσης» – τον Φεβρουάριο του 1943, συνοδεύεται από έναν καταιγισμό διαταγών που προέβλεπαν τον στιγματισμό και την γκετοποίηση των Εβραίων της πόλης όπως και την λεηλασία των περιουσιών τους.[2] Στις 15 Μαρτίου του 1943 περίπου 2.500 Εβραίοι από τον συνοικισμό του Βαρώνου Χιρς φορτώνονται σε σιδηροδρομικά βαγόνια μεταφοράς ζώων και μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του Άουσβιτς, στη γερμανοκρατούμενη Πολωνία. Η καταστροφή του Εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας, της Φλώρινας, της Νέας Ορεστιάδας, του Σουφλίου και του Διδυμότειχου, ολοκληρώνεται με την 19η αποστολή που έφυγε από τη Θεσσαλονίκη για το Άουσβιτς στις 10 Αυγούστου του 1943. Πάνω από το 96% των εκτοπισμένων Εβραίων της Θεσσαλονίκης[3] και των άλλων πόλεων -αδιακρίτως φύλου, ηλικίας, κατάστασης υγείας- δολοφονήθηκε στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς ή πέθανε από τις απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού ή των «πορειών θανάτου» που ακολούθησαν την εκκένωση των ναζιστικών στρατοπέδων. Με το τρένο που έφυγε στις 2 Αυγούστου του 1943 μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν-Μπέλζεν και οι περίπου 510 Ισπανοί Εβραίοι της Θεσσαλονίκης.[4] Ανάμεσά τους βρίσκονταν περίπου 75 «προνομιούχοι» Έλληνες Εβραίοι, όπως ο Αρχιραβίνος Κόρετς με την οικογένειά του.

Οι εβραϊκές κοινότητες της Αλεξανδρούπολης, Κομοτηνής, Ξάνθης, Καβάλας, Δράμας και των Σερρών, που υπάγονταν στη βουλγαρική ζώνη κατοχής, αντιμετώπισαν ήδη από τον Αύγουστο του 1942 την εφαρμογή αντισημιτικών μέτρων. Μια σειρά από διαταγές εκδόθηκαν, που παρεμπόδιζαν τις οικονομικές δραστηριότητες των Εβραίων, περιόριζαν την ελευθερία κινήσεών τους, επέβαλαν τη διάλυση εβραϊκών συνδέσμων, και υποχρέωναν τους Εβραίους και τις Εβραίες να φοράνε το κίτρινο αστέρι.[5]

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1943 η κυβέρνηση στη Σόφια αποφάσισε να εκτοπίσει 12.000 Εβραίους και Εβραίες από τη βουλγαρική ζώνη κατοχής στην Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία, προκειμένου να ανταποκριθεί έστω και εν μέρει στον αριθμό των 20.000 Εβραίων που είχε συμφωνηθεί μεταξύ εκπροσώπων της γερμανικής και βουλγαρικής κυβέρνησης. Ο εβραϊκός πληθυσμός της «Παλαιάς Βουλγαρίας», είχε προς το παρόν εξαιρεθεί από το μέτρο του εκτοπισμού. Σε αποθήκες καπνού στην Καβάλα, Δράμα, Κομοτηνή, Ξάνθη και Σέρρες οργανώθηκαν μαζικά καταλύματα, σαν χώροι προσωρινής παραμονής Εβραίων πριν τον εκτοπισμό τους.

Στις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Μαρτίου 1943 άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις των περίπου 4.100 Εβραίων της βουλγαρικής ζώνης κατοχής στη βόρεια Ελλάδα.[6] Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα στη Ντούπνιτσα και την Γκόρνα Τζουμάγια στη νοτιοδυτική Βουλγαρία και από εκεί προς το λιμάνι του Λομ στον Δούναβη. Μετά επιβιβάστηκαν σε ποταμόπλοια και μέσω του Δούναβη έφτασαν στη Βιέννη για να καταλήξουν στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα στη γερμανοκρατούμενη Πολωνία, όπου δεν επέζησε κανείς.[7]

Η ιταλική συνθηκολόγηση τον Σεπτέμβριο του 1943, που επέτρεψε στους Γερμανούς να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε όλη την Ελλάδα, ήταν και η πολυπόθητη ευκαιρία που περίμεναν, για να προχωρήσουν στην εφαρμογή της «τελικής λύσης» σε όλη τη χώρα. Οι Γερμανοί, ξεκινώντας από την πρωτεύουσα και βλέποντας ότι οι Εβραίοι και οι Εβραίες της Αθήνας στην πλειονότητά τους αγνόησαν την διαταγή του στρατηγού Γιούργκεν Στρουπ και δεν πήγαν να δηλωθούν – ορθά σκεπτόμενοι, έχοντας στο νου τους την τραγική τύχη των ομοθρήσκων τους στη Θεσσαλονίκη και αλλού-  κατέφυγαν σε δόλια τεχνάσματα. Στις 24 Μαρτίου 1944, παραμονή της εθνικής επετείου και του εβραϊκού Πέσσαχ, κυκλοφόρησε η φήμη ότι στην συναγωγή Μπεθ Σαλώμ στο Θησείο θα μοιραστεί Ματσά, δηλαδή άζυμο ψωμί. Περίπου 350 ανυποψίαστοι Εβραίοι, όσοι δηλαδή είχαν ήδη εγγραφεί, πήγαν στην συναγωγή με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να μεταφερθούν μαζί με τις οικογένειές τους λίγο αργότερα στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, συνολικά περί τα 800 άτομα.

Στις 2 Απριλίου 1944 ξεκίνησε από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Ρουφ στην Αθήνα το «μακρύτερο τραίνο θανάτου στην Ελλάδα» με προορισμό το Άουσβιτς.[8]   Ο συρμός αυτός μετέφερε πάνω από 4.000 Εβραίους και Εβραίες που είχαν συλληφθεί με τον ίδιο αιφνιδιαστικό τρόπο στην Αθήνα, στην περιοχή Πάτρας-Αγρινίου, στη Χαλκίδα, στον Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, στην Άρτα, στην Πρέβεζα, στα Ιωάννινα, στη Θεσσαλονίκη και στην Καστοριά.  Μετά την άφιξη του τρένου στις 11 Απριλίου στο Άουσβιτς περίπου το 80% των εκτοπισμένων θανατώθηκε αμέσως μετά τη πρώτη «διαλογή» στους θαλάμους αερίων του Μπιρκενάου. Σε αυτό τον συρμό βρίσκονταν και περίπου 175 Εβραίοι και Εβραίες ξένης υπηκοότητας που είχαν συλληφθεί στην Αθήνα. Αυτοί ήταν ως επί το πλείστον υπήκοοι ουδέτερων κρατών, με τους Ισπανούς να αποτελούν την πιο πολυάριθμη ομάδα. Στην Βιέννη τα βαγόνια με τους ξένους υπηκόους αποσυνδέθηκαν από τον υπόλοιπο συρμό και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν- Μπέλζεν, όπου οι ισπανοεβραίοι και ισπανοεβραίες έμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου.

Έχοντας ολοκληρώσει το έργο τους στην ηπειρωτική Ελλάδα οι Γερμανοί κατακτητές έστρεψαν την προσοχή τους στον εβραϊκό πληθυσμό των νησιών, με την Κέρκυρα πρώτη στη σειρά. Σε έφοδο που πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιουνίου συνελήφθησαν και οι 1.795  Εβραίοι και Εβραίες του νησιού και με διαδοχικές αποστολές μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου στην Αθήνα. Την ίδια μέρα ο Δήμαρχος Κόλλας, ο Νομάρχης Κομιανός και ο Διευθυντής της Αστυνομίας Δεδόπουλος καλωσόρησαν με θερμά λόγια τη σύλληψη των Εβραίων της Κέρκυρας λόγω των οικονομικών πλεονεκτημάτων που είχαν για το νησί η σύλληψη και η αποστολή τους σε εργασία. Στην Ζάκυνθο μπόρεσαν και οι 275 Εβραίοι του νησιού να σωθούν, καταφεύγοντας εγκαίρως στα βουνά χάριν μιας ευνοϊκής συγκυρίας που περιλάμβανε την στάση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου και του Δημάρχου Λουκά Καρρέρ.

 

Τέλος Μάη 1944 οι Γερμανοί στράφηκαν στους Εβραίους της Κρήτης. Στις 20 Μαῒου συλλήφθηκαν 261 Εβραίοι και Εβραίες στα Χανιά και 19 στο Ηράκλειο, ενώ δύο μέρες αργότερα ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης, Όσβαλντ Μπρόιερ, διέταξε την εκποίηση της εβραϊκής περιουσίας. Οι Εβραίοι συλληφθέντες φορτώθηκαν μαζί με 48 χριστιανούς αντιστασιακούς και 112 ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου στο ατμόπλοιο Ταναίς. Μία μέρα αργότερα και ενώ εν πλω προς το λιμάνι του Πειραιά το πλοίο βυθίστηκε από βρετανική τορπίλη σέρνοντας στο θάνατο τους Εβραίους του νησιού. Στις 3 Αυγούστου 1944 συνελήφθηκαν και εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς 1.650 Εβραίοι από τη Ρόδο και την Κω, που τότε ήταν ιταλική κτήση. Από την κοινότητα της Κω επέζησαν μόνο 12 άνθρωποι και της Ρόδου 151, που μετά τον πόλεμο σκορπίστηκαν σε διαφορετικά μέρη της γης.

Ενώ πριν από την γερμανική κατοχή τον Μάιο του 1941 ζούσαν στην Ελλάδα περίπου 68.000 Εβραίοι και Εβραίες, μετά το τέλος του πολέμου ο εβραϊκός πληθυσμός δεν αριθμούσε πάνω από 10.000 ψυχές. Το γεγονός ότι μόνο το 15% επέζησε, έχει να κάνει με την ολοκληρωτική καταστροφή του κέντρου εβραϊκής ζωής στην Ελλάδα, δηλαδή της κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Είναι αλήθεια ότι κοιτάζοντας τον ελλαδικό χάρτη υπήρξαν μεγάλες διαφορές στο ποσοστό των επιζησάντων. Χρησιμοποιώντας το σχήμα της συνεκδοχής η σύγκριση μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης φωτίζει τους παράγοντες πού έπαιξαν ρόλο για την επιβίωση, και συγκεκριμένα: τη ζώνη κατοχής στην οποία είχε περιέλθει η κάθε κοινότητα, το μέγεθός της, τον βαθμό ενσωμάτωσης των μελών της στον ιστό της χριστιανικής κοινωνίας, την στάση της τοπικής εβραϊκής και χριστιανικής ηγεσίας σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο, τον ρόλο που έπαιζε στην κάθε περιοχή η Αντίσταση όπως και την οικονομική επιφάνεια των διωκόμενων.

Αν και η Ελλάδα είναι σύμφωνα με το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό δολοφονημένων Εβραίων στην Ευρώπη (91%),[9] υπήρξαν κάποιες λίγες φωνές διαμαρτυρίας όπως και κινήσεις αντίστασης και αλληλεγγύης που συνέβαλαν στη σωτηρία χιλιάδων Εβραίων.

Η πρώτη φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στον διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης ήρθε από το αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ στις 22 Ιανουαρίου 1943 και μάλιστα από την Αθήνα. Στις αρχές του 1943 Εβραίοι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη ίδρυσαν ένα μικρό πυρήνα αντίστασης, που βρισκόταν σε επαφή με την ΕΠΟΝ. Δεδομένης της απουσίας μιας καθαρά εβραϊκής αντίστασης περίπου 500 νέοι Εβραίοι μπήκαν στην Αντίσταση. Κάποιοι Εβραίοι και Εβραίες προσπάθησαν να διαφύγουν στην σχετικά κοντινή περιοχή Πηλίου στη Θεσσαλία που ανήκε στην Ελεύθερη Ελλάδα και διοικείτο από το ΕΑΜ.

Οι περισσότεροι όμως αποφάσιζαν να διανύσουν πάνω από 600 χιλιόμετρα για να καταφύγουν στη μακρινή Αθήνα, η οποία βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή και γι αυτό στο απυρόβλητο από οποιαδήποτε έκφανση αντισημιτικής πολιτική.  Αυτό το ταξίδι προϋπέθετε, εκτός από θάρρος και αποφασιστικότητα, σημαντική οικονομική ευρωστία, προκειμένου να δωροδοκηθούν όλοι οι μεσάζοντες που θα βοηθούσαν στο έργο της μεταφοράς από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα αλλά και να πληρωθούν αδρά εκείνοι που θα έκρυβαν Εβραίους στα σπίτια τους. Μεταπολεμικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για περίπου 3.000 ανθρώπους που κατάφεραν να κρυφτούν στην Αθήνα και ν’ αποφύγουν την προδοσία – τόσο από χριστιανούς όσο και εβραίους συνεργάτες των Γερμανών – πληρώνοντας τις περισσότερες φορές αστρονομικά ποσά σε Χριστιανούς που τους προσέφεραν καταφύγιο.

Λιγότεροι από 150 Εβραίοι και των δύο φύλων κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στην Θεσσαλονίκη όπως και στις γειτονικές, ορεινές περιοχές. Φτωχότεροι Εβραίοι και Εβραίες άφηναν μέσα στην απόγνωσή τους βρέφη στην είσοδο του Ορφανοτροφείου του Αγίου Στυλιανού. Κάποιοι άλλοι έδιναν τα παιδιά τους τον Μάρτιο του 1943 για υιοθεσία με την υποστήριξη ενός ad hoc στημμένου δικτύου από δικηγόρους και δικαστές. Αυτή η πρακτική σωτηρίας λειτούργησε μόνο για λίγες μέρες, καθώς η γερμανική απαγόρευση ήρθε άμεσα. Για την τύχη των αδερφών τους Εβραίων ενδιαφέρθηκαν και θεσσαλονικείς Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη μετά το 1920, χωρίς όμως να μπορούν να κάνουν τίποτα.

Από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Δαμασκηνός, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας τον Μάρτιο του 1943 προς τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, τον ιταλό Πληρεξούσιο Πελεγκρίνο Τζίτζι, όπως και τον πρεσβευτή και εντεταλμένο πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα Γκύντερ Άλτενμπουργκ, χωρίς αποτέλεσμα. Το ίδιο μάταιη ήταν και η προσπάθεια του επικεφαλής του Διεθνή Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Ρενέ Μπούρκχαρτ να οργανώσει βοήθεια από την Ελβετία τον Μάρτιο του 1943.

Την σθεναρότερη αντίδραση απ’ όλους έδειξαν ευθύς εξαρχής οι Ιταλοί, αν και σύμμαχοι των Γερμανών. Ο ιταλός γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Γκουέλφο Ζαμπόνι κατόρθωσε με την υποστήριξη συναδέλφων του στο Βερολίνο και στη Ρώμη και σε εξαντλητικές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς, μέσα σε έναν πραγματικό παζάρι ζωής, να σώσει πάνω από 100 Έλληνες Εβραίους από τον εκτοπισμό επικαλούμενος το επιχείρημα της ιταλικής υπηκοότητας.

Η καταστροφή του Εβραϊσμού της βόρειας Ελλάδας το 1943 φαίνεται να λειτούργησε σαν μια σαφής προειδοποίηση για τους Εβραίους και τις Εβραίες που ζούσαν σε εκείνες τις περιοχές της χώρες, που μετά την ιταλική συνθηκολόγηση περιήλθαν υπό γερμανικό έλεγχο. Επίσης, σε συνδυασμό με μια σειρά ευνοϊκών παραγόντων που δεν είχαν ισχύσει στην περίπτωση της βόρειας Ελλάδας, εκατοντάδες Εβραίοι και οι Εβραίες κατάφεραν το φθινόπωρο του 1943 να σωθούν: α) Η Αθήνα βρισκόταν εγγύτερα στο υπάρχον δίκτυο διαφυγής Βρετανών στρατιωτών και Ελλήνων αξιωματικών στη Μέση Ανατολή που λειτουργούσε ήδη από το καλοκαίρι του 1941 και μπορούσε τώρα εύκολα να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να φυγαδεύσει Έλληνες Εβραίους στα παράλια της Τουρκίας. β) Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός έδωσε διαταγή σε Έλληνες κληρικούς να βαφτίζουν Εβραίους και Εβραίες ή και να δίνουν πιστοποιητικά βάφτισης. Σε βάση αυτών των πιστοποιητικών ο Αρχηγός της Αστυνομίας, Άγγελος Έβερτ, έδωσε διαταγή να εκδοθούν καινούργιες ταυτότητες που να πιστοποιούν την ορθόδοξη καταγωγή του φέροντος. Με αυτόν τον τρόπο σώθηκαν πάνω από 560 Εβραίοι και Εβραίες. γ)  Από την πλευρά του το ΕΑΜ προσέφερε με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας καταφύγιο και διατροφή σε όσους Εβραίους και Εβραίες ήθελαν να «πάνε στα βουνά». Σε ανταπόδοση υπόσχονταν να πολεμήσουν στο πλευρό του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ και να παραδώσουν το κοινοτικό ταμείο. Περίπου 1000 με 2000 Εβραίοι και Εβραίες κατάφεραν να σωθούν με την βοήθεια του ΕΑΜ και του Εβραϊκού Πρακτορείου δια μέσου της Εύβοιας και της τουρκικής ακτής για να καταλήξουν στην Παλαιστίνη. [10]

Επίσης, στην Χαλκίδα, όπου η εγγύτητα στην θάλασσα και ο ορεινός χαρακτήρας της περιοχής προσέφερε καλύτερες δυνατότητες σωτηρίας, μπόρεσαν περίπου και τα 325 μέλη της παλαιάς ρωμανιώτικης κοινότητας να σωθούν, χάριν της αποφασιστικής στάσης της εβραϊκής κοινοτικής ηγεσίας όπως και της υποστήριξης του Μητροπολίτη Γρηγορίου και του ΕΑΜ. Οι παράγοντες γεωγραφικής τοπογραφίας και αντιστασιακού κινήματος έπαιξαν και στον περιτριγυρισμένο από τα βουνά της Πιερίας νομό της Θεσσαλίας τον αποφασιστικό ρόλο για την διάσωση των Εβραίων της περιοχής. Στην Κατερίνη, όπου ήδη το 1943 είχε υπάρξει προειδοποίηση των τοπικών αρχών, κατάφεραν περίπου και οι 35 Εβραίοι και Εβραίες να διαφύγουν εγκαίρως και να επιβιώσουν στα βουνά, όπως και το 1944 οι περίπου 80 Εβραίοι της ορεινής Καρδίτσας. Στη Λάρισα συνελήφθησαν 235 από τα 1.120 μέλη της εβραϊκής συνοικίας, στα Τρίκαλα 112 από τους 520 Εβραίους. Στον Βόλο ο γερμανός Πρόξενος Χέλμουτ Σέφελ προειδοποίησε την εβραϊκή ηγεσία για τα σχέδια των Γερμανών ενώ η συνεργασία μεταξύ του Ραββίνου Πέσσαχ, του Μητροπολίτη Ιωακείμ και της Αντίστασης συνέβαλε στην έγκαιρη διαφυγή 872 Εβραίων στα κοντινά βουνά του Πηλίου. Παρόλα αυτά 135 Εβραίοι και Εβραίες δεν κατάφεραν να γλυτώσουν, συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς.[11]

Στον νομό Ηπείρου, αντίθετα, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Στην Άρτα συνέλαβαν οι Γερμανοί 352 Εβραίους και Εβραίες. Η μικρή κοινότητα της Πρέβεζας με 250 μέλη έχασε το 94 % εξ αυτών, ενώ η περιουσία της κατασχέθηκε και τέθηκε στην διάθεση του Νομάρχη. Στα Ιωάννινα, το προπύργιο του αντιστασιακού κινήματος του ΕΔΕΣ και πατρίδα μίας από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες ρωμανιώτικες κοινότητες της Ελλάδα, το «σήκωμα» των Εβραίων έγινε στις 4 η ώρα το πρωί του «μαύρου Σαββάτου» στις 25 Μαρτίου 1944 όταν στρατιώτες της Βέρμαχτ, της χωροφυλακής, της πολιτικής και μυστικής στρατιωτικής Αστυνομίας  συνέλαβαν τους 1.725 Εβραίους κατοίκους της πόλης.[12]

Μετά τον εκτοπισμό και των τελευταίων Εβραίων από την ελληνική επικράτεια, ο εντολοδόχος του Γερμανικού Υπουργείου των Εξωτερικών  στην Αθήνα Κουρτ φον Γκρέβνιτς ενημέρωνε το Βερολίνο, ότι « οι αναφορές σχετικές με τον εκτοπισμό των Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη έχουν καταστραφεί».[13] Όπως δηλαδή και σ’ ένα προμελετημένο έγκλημα, οι θύτες φρόντισαν μετά τη δολοφονία των θυμάτων να σβήσουν και τα ίχνη της πράξης τους.

Μετά τον Πόλεμο, οι 10.000 επιζώντες Εβραίοι της Ελλάδας ήρθαν αντιμέτωποι με πολλά διλήμματα.  Εκτός από τα βαθιά τραύματα που ήταν χαραγμένα στις ψυχές τους από την εμπειρία των στρατοπέδων, τη δολοφονία των αγαπημένων τους, την «εκκωφαντική» σιωπή της πλειονότητας του κόσμου για το Ολοκαύτωμα, είχαν επιπλέον χάσει τις περιουσίες τους. Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή τους στην Αντίσταση ήταν ένα εξόχως προβληματικό θέμα για την Ελλάδα του Εμφυλίου ενώ ο αντισημιτισμός, που δεν είχε εξαλειφθεί, δεν βοηθούσε για να ξεπεραστούν τα παραπάνω δεδομένα. Μέχρι το 1958 α αριθμός των Εβραίων στην Ελλάδα είχε μειωθεί στους 5.209, καθώς 3.500 Εβραίοι είχαν μεταναστεύσει στο νεοϊδρυθέν κράτος του Ισραήλ, 1.200 στις ΗΠΑ και μερικές χιλιάδες στον Καναδά, Αυστραλία, Νότια Αφρική, Νότια Αμερική, Κονγκό.[14]

 

[1] Φλάισερ, Χ. (πρώτη έκδ. 1995). Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τ. Ι.,  Αθήνα: Παπαζήσης. Σελ. 83-114.

[2] Mόλχο, Μ. (1974). In Memoriam. Aφιέρωμα εις την μνήμην των Ισραηλιτών θυμάτων του ναζισμού εν Ελλάδι. Θεσσαλονίκη: Ισραηλιτική Κοινότης Θεσσαλονίκης. Σελ. 84-88, 163-173.

[3] Benveniste, R. (2016). Die ÜberlebendenWiderstandDeportationRückkehrJuden aus Thessaloniki in den 1940er Jahren. Berlin: Sachbuch Edition Romiosini Πραγματογνωσία. Σελ. 102.

[4] Το 1944 οι Ισπανοεβραίοι κατάφεραν να φτάσουν μέσω Βαρκελώνης και Καζαμπλάνκας στην Παλαιστίνη.

[5] Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Ξ. (επιμ.), (2002). Η Βουλγαρική Κατοχή στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941 – 1944: Καθεστώς, παράμετροι, συνέπειες. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. Σελ. 61-155.

[6] CDA (Centralen Državen Arhiv ) Sofia, 190K-1-377.

[7] Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος (επιμ.), (2006, συλλογικό). Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, Μνημεία και Μνήμες. Αθήνα: έκδ. ΚΙΣΕ – ΓΓΝΓ. Σελ. 22-23, 75, 81, 89, 101, 110, 120.

[8] Φλάισερ, Χ. (πρώτη έκδ. 1995). Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τ. ΙΙ.,  Αθήνα: Παπαζήσης. Σελ. 336.

[9]https://www.jewishvirtuallibrary.org/estimated-number-of-jews-killed-in-the-final-solution. Τελευταία επίσκεψη: 1/09/2020.

[10] Vassilikou, M. (2017). Die Verfolgung und Ermordung der europäischen Juden durch das nationalsozialistische Deutschland 1933-1945, Besetztes Südosteuropa, Band 14, Teil: Griechenland, Berlin-Boston: De Gruyter/Oldenbourg. Σελ. 74.

[11] Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος (επιμ.), (2006, συλλογικό). Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, Μνημεία και Μνήμες. Αθήνα: έκδ. ΚΙΣΕ – ΓΓΝΓ. Σελ. 184-185, 196-197, 209-210, 218, 250-252.

[12] Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος (επιμ.), (2006, συλλογικό). Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, Μνημεία και Μνήμες. Αθήνα: έκδ. ΚΙΣΕ – ΓΓΝΓ. Σελ. 149-159, 161-165.

[13] PAAA (Politisches Archiv des Auswärtigen Amts), R 99419, Fiche 5634, 21.7.1944.

[14] Chandrinos, I. & Droumpouki, Α. (2018). “The German Occupation and the Holocaust in Greece: A survey„ in G. Antoniou and Dirk Moese (ed.), The Holocaust in Greece. Cambridge: Cambridge University Press: Σελ. 33-34.

Κείμενο και δημιουργία διδακτικού σεναρίου: Μαρία Βασιλικού